- παρηγοροῦμαι
- παρηγορέωaddresspres ind mp 1st sg (attic epic doric)παρηγορέωaddresspres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρηγορούμαι — παρηγορούμαι, παρηγορήθηκα, παρηγορημένος βλ. πίν. 74 και πρβλ. παρηγοριέμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παρηγορώ — παρηγόρησα 1. δίνω σε κάποιον παρηγοριά, καθησυχάζω κάποιον, ανακουφίζω με τα λόγια μου: Με τι λόγια να τον παρηγορήσεις σ αυτή τη συμφορά του; 2. μέσ., παρηγορούμαι παρηγορήθηκα, παρηγορημένος, ανακουφίζομαι, συνέρχομαι: Όταν βλέπω άλλους σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραγορούμαι — έομαι, Α (δωρ. τ.) βλ. παρηγορούμαι … Dictionary of Greek
περιπαρηγορούμαι — έομαι, Μ παρηγορούμαι εντελώς … Dictionary of Greek